δημιουργικός
δημιουργικός (dimiourgikós)
Melléknév
δημιουργικός • (dimiourgikós) hn (nőnem δημιουργική, seml. δημιουργικό)
Származékok
- δημιουργικότητα nn (dimiourgikótita, ’kreativitás’)
δημιουργικός (dimiourgikós)
δημιουργικός • (dimiourgikós) hn (nőnem δημιουργική, seml. δημιουργικό)