διαπροσωπικός

Görög

διαπροσωπικός (diaprosopikós)

Melléknév

διαπροσωπικός (diaprosopikóshn (nőnem διαπροσωπική, seml. διαπροσωπικό)

  1. személyközi

Etimológia

δια- (dia-) +‎ προσωπικός (prosopikós)