διαπροσωπικός
Görög
διαπροσωπικός (diaprosopikós)
Melléknév
διαπροσωπικός • (diaprosopikós) hn (nőnem διαπροσωπική, seml. διαπροσωπικό)
Etimológia
δια- (dia-) + προσωπικός (prosopikós)
διαπροσωπικός (diaprosopikós)
διαπροσωπικός • (diaprosopikós) hn (nőnem διαπροσωπική, seml. διαπροσωπικό)
δια- (dia-) + προσωπικός (prosopikós)