πειραματικός
πειραματικός (peiramatikós)
Melléknév
πειραματικός • (peiramatikós) hn (nőnem πειραματική, seml. πειραματικό)
- kísérleti
- πειραματική μέθοδος — kísérleti módszer
πειραματικός (peiramatikós)
πειραματικός • (peiramatikós) hn (nőnem πειραματική, seml. πειραματικό)