πειραματικός

πειραματικός (peiramatikós)

Melléknév

πειραματικός (peiramatikóshn (nőnem πειραματική, seml. πειραματικό)

  1. kísérleti
    πειραματική μέθοδος — kísérleti módszer

Etimológia

πειραματ- (peiramat-) +‎ -ικός (-ikós)