εγκυκλοπαιδικός
εγκυκλοπαιδικός (egkyklopaidikós)
Melléknév
εγκυκλοπαιδικός • (egkyklopaidikós) hn (nőnem εγκυκλοπαιδική, seml. εγκυκλοπαιδικό)
Etimológia
A francia encyclopédique szóból. εγκυκλοπαίδ(εια) (egkyklopaíd(eia), ’enciklopédia’) + -ικός (-ikós)
- εγκυκλοπαιδικός - Dictzone (el-hu)
- εγκυκλοπαιδικός - Lingea (el-hu)
- εγκυκλοπαιδικός - Triantafyllidis
- εγκυκλοπαιδικός - Liddell & Scott portal
- εγκυκλοπαιδικός - DeepL (el-en)
- εγκυκλοπαιδικός - Google (el-en)
- εγκυκλοπαιδικός - Яндекс (el-ru)
- εγκυκλοπαιδικός - Wikidata
- εγκυκλοπαιδικός - Wikipédia (görög)