εξουδετερώνω

εξουδετερώνω (exoudeteróno)

Ige

εξουδετερώνω (exoudeteróno) (múlt εξουδετέρωσα, passzív εξουδετερώνομαι, p‑múlt εξουδετερώθηκα, ppp εξουδετερωμένος)

  1. semlegesít

Etimológia

εξ- (ex-) +‎ ουδέτερος (oudéteros, semleges) +‎ -ώνω (-óno)

Származékok