εξουδετερώνω
εξουδετερώνω (exoudeteróno)
Ige
εξουδετερώνω • (exoudeteróno) (múlt εξουδετέρωσα, passzív εξουδετερώνομαι, p‑múlt εξουδετερώθηκα, ppp εξουδετερωμένος)
Etimológia
εξ- (ex-) + ουδέτερος (oudéteros, ’semleges’) + -ώνω (-óno)
Származékok
- εξουδετέρωση nn (exoudetérosi)
- εξουδετερώνω - Dictzone (el-hu)
- εξουδετερώνω - Lingea (el-hu)
- εξουδετερώνω - Triantafyllidis
- εξουδετερώνω - Liddell & Scott portal
- εξουδετερώνω - DeepL (el-en)
- εξουδετερώνω - Google (el-en)
- εξουδετερώνω - Яндекс (el-ru)
- εξουδετερώνω - Wikidata
- εξουδετερώνω - Wikipédia (görög)