πολύτεκνος
πολύτεκνος (polýteknos)
Melléknév
πολύτεκνος • (polýteknos) hn (nőnem πολύτεκνη, seml. πολύτεκνο)
- πολύτεκνος - Dictzone (el-hu)
- πολύτεκνος - Lingea (el-hu)
- πολύτεκνος - Triantafyllidis
- πολύτεκνος - Liddell & Scott portal
- πολύτεκνος - DeepL (el-en)
- πολύτεκνος - Google (el-en)
- πολύτεκνος - Яндекс (el-ru)
- πολύτεκνος - Wikidata
- πολύτεκνος - Wikipédia (görög)